λουτῆρα

λουτῆρα
λουτήρ
washing
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • омываниѥ — ОМЫВАНИ|Ѥ (3*), ˫А с. 1.Обмывание: простое омываньѥ гробное тѣлу бываѥ(т) токмо. (λουτρόν) ГБ к. XIV, 30а. 2. Перен. Очищение: Омываниѥ д҃ши. бл҃го мо‹лит›вьна‹˫а› [в изд. слитно] сльза. (λουτήρ ἀγαθὸς ψυχῇ τῆς προσευχῆς τὸ δοκρυον) Изб 1076, 77… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λουτήρας — ο (AM λουτήρ, ῆρος) σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῡν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ) νεοελλ. χημ. μία από τις μορφές τού μορίου τών κυκλοεξανίων μσν. το βαπτιστήριο …   Dictionary of Greek

  • λουτροχοώ — λουτροχοῶ, έω (Α) [λουτροχόος] χύνω νερό στον λουτήρα …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • u̯es-3 (*su̯es-) —     u̯es 3 (*su̯es )     English meaning: wet     Deutsche Übersetzung: “feuchten, naß”     Material: Gk. ἐαρόν λουτῆρα, ἤ πρόχουν Hes., alt theräisch hεαρα (meaning unacquainted); Umbr. vestikatu “libato” (formation as Lat. lectīca); O.H.G.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”